σπινθηροψία

σπινθηροψία
η, Ν
ιατρ. διαταραχή τής όρασης, κατά την οποία ο άρρωστος νομίζει ότι βλέπει σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -οψία (< όψις), πρβλ. νεκρ-οψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπινθηρωπία — η, Ν σπινθηροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + ωπία (< ωψ, ωπός, βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. μυ ωπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”